σιαλοποιός

σιαλοποιός
και ιων. τ. σιελοποιός, -όν, Α
αυτός που παράγει, που εκκρίνει σίαλο, σιαλογόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίαλον / σίελον «σάλιο» + -ποιός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”